- προεκφοβεω
- προεκφοβέωπρο-εκφοβέωзаранее устрашать, спугивать
(τοὺς πολεμίους Plut., Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τοὺς πολεμίους Plut., Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προεκφοβηθέντες — προεκφοβέω scare before aor part pass masc nom/voc pl προεκφοβηθέντες , προεκφοβέω scare before aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκφοβοῦντες — προεκφοβέω scare before pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) προεκφοβοῦντες , προεκφοβέω scare before pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκφοβῆσαι — προεκφοβέω scare before aor inf act προεκφοβῆσαι , προεκφοβέω scare before aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκφοβήσειε — προεκφοβέω scare before aor opt act 3rd sg προεκφοβήσειε , προεκφοβέω scare before aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκφοβήσας — προεκφοβήσᾱς , προεκφοβέω scare before aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προεκφοβήσᾱς , προεκφοβέω scare before aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκπεφοβημένοι — προεκφοβέω scare before perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)